υποβρέμω

υποβρέμω
Α
βουίζω, ηχώ από κάτω («κελαινὸς δ' Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γαῑ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + βρέμω «ηχώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποβρέμει — ὑποβρέμω roar pres ind mp 2nd sg ὑποβρέμω roar pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρέμεται — ὑποβρέμω roar pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρέμουσαν — ὑποβρέμω roar pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… …   Dictionary of Greek

  • υποβρομώ — έω, Α ὑποβρέμω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρομῶ «ηχώ, βουΐζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”